- κωλύω
- (AM κωλύω, Μ και κωλώ)εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ.β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔγ. «δέει τῶν Κερκυραίων μὴ κωλύωνται ὑπ' αὐτῶν κατὰ θάλασσαν περαιούμενοι» Θουκ.δ. «ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ μί' οὖσα πάντα κωλύσει τάδε», Ευρ.)αρχ.1. κρατώ κάτι μακριά από κάποιον2. διαμαρτύρομαι («ἔστι δὲ τοῡ κωλύοντος ἐν τοῑς δημάρχοις τὸ κράτος», Πλούτ.)3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κωλῡοντο εμπόδιο4. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ κεκωλυμένοντο απαγορευμένο αντικείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *κῶλος«πάσσαλος» + -ύω (πρβλ. λύω), ενώ κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. κολούω «περικόπτω, βραχύνω».ΠΑΡ. κώλυμα, κώλυσιςαρχ.κωλύμη, κωλυτήρ, κωλυτής, κωλυτόςαρχ.-μσν.κωλυτικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωλυσιεργόςαρχ.κωλυσανέμας, κωλυσάνεμος, κωλυσίδειπνος, κωλοσιδρόμηςνεοελλ.κωλυσιδρομία. (Β' συνθετικό) διακωλύωαρχ.αντικωλύω, αποκωλύω, επικωλύω, κατακωλύω, συγκωλύωνεοελλ.παρακωλύω].
Dictionary of Greek. 2013.